-
1 πλαστολόγος
πλαστο-λόγος, Erdichtetes redend, lügend; ὁ πλαστολόγος, der Lügner -
2 πλαστο-λόγος
πλαστο-λόγος, Erdichtetes redend, lügend, ὁ πλαστολόγος, der Lügner.
См. также в других словарях:
πλαστολόγος — ον, ΜΑ 1. αυτός που μιλά σχετικά με ψεύτικα, ανύπαρκτα θέματα, που λέει ψέματα, ψευδολόγος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πλαστολόγος αυτός που πλάθει με τη φαντασία του και διηγείται ψεύτικες ιστορίες, παραμυθάς, μυθολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + λόγος*] … Dictionary of Greek
πλαστολόγους — πλαστολόγος falsidicus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστολόγων — πλαστολόγος falsidicus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλαστολάλος — ὁ, Α αυτός που μιλά για ψεύτικα, ανύπαρκτα πράγματα, πλαστολόγος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + λάλος (< λαλῶ), πρβλ. οξυ λάλος] … Dictionary of Greek
πλαστολογία — ή, Μ [πλαστολόγος] το να μιλά κανείς για ψεύτικα, ανύπαρκτα θέματα, ψευδολογία … Dictionary of Greek
πλαστολογώ — έω, Α [πλαστολόγος] (κατά το λεξ. Σούδα) λέω ψέματα, ψεύδομαι … Dictionary of Greek